συνευδοκώ

συνευδοκώ
-έω, ΜΑ
1. συναινώ, συμφωνώ με κάποιον άλλον για κάτι («συνευδοκούντων Ῥωμαίων παρέδωκαν αὐτούς», Πολ.)
2. δείχνω συμπάθεια σε κάποιον («συνευδοκοῡσι τοῑς πάσχουσι», ΚΔ)
μσν.
συμμετέχω («ἔλαβε... σῶμα... ἵνα ἐν αὐτῷ συνευδοκήσῃ τοῡ παθεῑν», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εὐδοκῶ «εγκρίνω, συμφωνώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνευδοκῶ — συνευδοκέω join in approving pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνευδοκέω join in approving pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνευδοκία — ἡ, Μ [συνευδοκῶ] από κοιvoū επιδοκιμασία, έγκριση σε συμφωνία με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • συνευδοκητής — ὁ, Α [συνευδοκῶ] αυτός που συγκατατίθεται, που συμφωνεί …   Dictionary of Greek

  • συνευδόκησις — ήσεως, ἡ, Α [συνευδοκῶ] συγκατάθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”