- συνευδοκώ
- -έω, ΜΑ1. συναινώ, συμφωνώ με κάποιον άλλον για κάτι («συνευδοκούντων Ῥωμαίων παρέδωκαν αὐτούς», Πολ.)2. δείχνω συμπάθεια σε κάποιον («συνευδοκοῡσι τοῑς πάσχουσι», ΚΔ)μσν.συμμετέχω («ἔλαβε... σῶμα... ἵνα ἐν αὐτῷ συνευδοκήσῃ τοῡ παθεῑν», Επιφάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εὐδοκῶ «εγκρίνω, συμφωνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.